- πυργοδεσπότης
- ο, Ν1. (για φεουδάρχη στον μεσαίωνα) δεσπότης, κύριος πύργου2. (κατ' επέκτ.) ο ιδιοκτήτης μεγαλοπρεπούς μεγάρου που μοιάζει με πύργο3. ειρων. ιδιοκτήτης φτωχοκαλύβας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη].
Dictionary of Greek. 2013.